δαμναμένη
Look at other dictionaries:
δαμναμένη — η βλ. δάμνημι … Dictionary of Greek
δαμναμένη — δάμνημι forced pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek